- άκυρος
- -η, -ο (AM ἄκυρος, -ον)αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πιαμσν.φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφουςαρχ.1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι2. (για πράγματα) αναξιόπιστος3. ο μη σπουδαίος, ανίσχυρος, ασήμαντος4. φρ. «ἄκυρον ποιῶ ή καθίστημι», ακυρώνω, ανατρέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦρος.ΠΑΡ. ἀκυρῶμσν.- νεοελλ.ακυρότηςνεοελλ.ακυρολεκτώ, ακυρολόγος, ακυροποιώ, ακυροχάρτι].
Dictionary of Greek. 2013.